-
1 φηλόω
A cheat, deceive,ἐφήλωσεν φρένας A.Ag. 492
;ἐπέεσσιν A.R.3.983
;λώβαισι καὶ κλαυθμοῖσι Lyc.785
, cf. Men.17:—[voice] Pass.,γλώσσαις φηλούμενοι E.Supp. 243
.
См. также в других словарях:
φηλώ — όω, Α [φηλός / φῆλος] (ποιητ. τ.) απατώ, εξαπατώ («τερπνὸν τόδ ἐλθὼν φῶς ἐφήλωσεν φρένας», Αισχύλ.) … Dictionary of Greek